- ἐνισχῦσαι
- ἐν-ἰσχύωto be strongaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνισχύσαι — ἐνισχύ̱σαῑ , ἐν ἰσχύω to be strong aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοκτονία — ξενοκτονία, ἡ (Α) [ξενοκτόνος] 1. ο φόνος ξένων ή φίλων («περὶ τῆς Βουσίριδος ξενοκτονίας παρὰ τοῑς Ἕλλησιν ἐνισχύσαι τὸν μῡθον», Διόδ.) 2. ο φόνος φιλοξενούντος ή φιλοξενουμένου … Dictionary of Greek